Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρὰ δόξαν

См. также в других словарях:

  • δόξα — I Μυστική εφημερίδα της Κατοχής (1941 44). Αριθμεί 99 φύλλα, καθώς και ορισμένα που εκδόθηκαν μετά την απελευθέρωση. Ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Περρίκος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. II Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • Парадоксографы — (παραδοξόγραφοι) в древнегреческой литературе авторы сочинений о вещах, случающихся сверх ожидания (παρά δοξαν), чудесных и необыкновенных. Начало этой отрасли литературы восходит к александрийскому периоду, когда собиранием подобных чудесных… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • καθομολογώ — (Α καθομολογῶ, έω) αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα, παραδέχομαι, ομολογώ («καὶ ὅρα, ὦ Κρίτων, ταῡτα καθομολογῶν, ὅπως μὴ παρὰ δόξαν ὁμολογῆς», Πλάτ.) αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) συγκατατίθεμαι, υπόσχομαι («καθομολογήσας ἡμῑν πίστιν δοῡναι ἐν ακροπόλει»,… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • παράδοξο — Διεθνής φιλοσοφικός όρος, προερχόμενος από τα ελληνικά, ο οποίος κατά γράμμα σημαίνει «παρά την δόξαν», δηλαδή παρά τη γενική γνώμη. Αυτό το π. μπορεί να έχει διπλή αξία, αρνητική όταν φαίνεται να αντιθέτεται σε γνώμες αληθινές και ισχυρότερες… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • Великое славословие — (греч. Ἡ Μεγάλη Δοξολογία)  в православном богослужении молитвословие, основанное на ангельской песне «слава в вышних Богу, и на земле мир, в человеках благоволение!», пропетой при благовестии пастухам о Рождении Иисуса Христа. В… …   Википедия

  • TECHNICI — Graece Τεχνικοὶ, memorati A. Gellio, l. 17. c. 5. acutuli fuêre et minutuli Doctores, in disserendo tamen non impgri. quasi dicas Artificiales. Maximus Victorinus de Arte Gramm. l. 1. interpretatur Artium traditores: a mediae aetatis Scriptoribus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Коаленовский трактат — Tractatus coislinianus …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»